Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τὴν εὔνοιαν

См. также в других словарях:

  • επερείδω — (AM ἐπερείδω) στηρίζω πάνω σε κάτι αρχ. μσν. σπρώχνω, μπήγω κάπου («ἐπέρεισε δὲ Παλλὰς Ἀθήνη [ἔγχος] νείατον ἐς κενεῶνα», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. πιέζω με δύναμη («τῇ χειρὶ ἐπερείδειν», Ιπποκρ.) 2. σπρώχνω την πόρτα για να κλείσει καλά 3. εντείνω… …   Dictionary of Greek

  • благоразоумиѥ — БЛАГОРАЗОУМИ|Ѥ (16), ˫А с. Благоразумие, рассудительность, предусмотрительность: Аще къто раба оучить виною б҃очьсть˫а прѣобидѣти своѥго г҃дина. и отъходити отъ слоужьбы. а не съ бл҃горазоумиѥмь и вьсею чьстью слоужити своѥмоу г҃диноу да боудеть… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • κτώμαι — άομαι (AM κτῶμαι, άομαι, Α ιων. τ. κτέομαι) 1. (ως μέσ.) παίρνω κάτι στην κατοχή μου, πορίζομαι, γίνομαι κύριος, αποκτώ (α. «κτήσεται δ ἄνευ δορὸς αὐτόν τε καὶ γῆν», Αισχύλ. β. «πολλάκις δοκεῑ τὸ φυλάξαι τ άγαθά τοῡ κτήσασθαι χαλεπώτερον εἶναι»,… …   Dictionary of Greek

  • παρέγγραπτος — ον, ΜΑ [παρεγγράφω] 1. παράνομα ή αντικανονικά εγγεγραμμένος (α.»παρέγγραπτοι γεγενημένοι πολῑται», Αισχίν. β. «τῶν νόθων καὶ παρεγγράπτων ἱερέων», Γρηγ. Ναζ.) 2. (για βιβλία, απόψεις κ.λπ.) εμβόλιμος, εκ τών υστέρων τοποθετημένος (α. «νόθων και… …   Dictionary of Greek

  • προσκαταπυκνώ — όω, Α 1. καθιστώ κάτι πυκνότερο ή στερεότερο 2. καθιστώ κάτι πιο βέβαιο, πιο σίγουρο, διασφαλίζω («προσκαταπυκνῶ τὴν εὔνοιαν», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + καταπυκνῶ «γεμίζω πολύ, συμπυκνώνω»] …   Dictionary of Greek

  • εύνοια — η (ΑΜ εὔνοια, Α ιων. τ. εὐνοίη, ποιητ. τ. εὐνοΐη) ευνοϊκή διάθεση, ευμένεια, ευμενές ενδιαφέρον για κάποιον, υψηλή προστασία κάποιου από ευμενή διάθεση (α. «βεβαιότερος δ ὁ δράσας τὴν χάριν ὥστε ὀφειλομένην δι᾿ εὐνοιας ᾦ δέδωκε σῴζειν»… …   Dictionary of Greek

  • ИОАНН ЗЛАТОУСТ. Часть II — Учение Считая правильную веру необходимым условием спасения, И. З. в то же время призывал веровать в простоте сердца, не обнаруживая излишнего любопытства и помня, что «природа рассудочных доводов подобна некоему лабиринту и сетям, нигде не имеет …   Православная энциклопедия

  • διά — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θεά που λατρευόταν στη Σικυώνα και στη Φλιούντα, όπου τη θεωρούσαν απελευθερώτρια των δούλων. Γι’ αυτό και ο ναός της, που βρισκόταν κοντά στην είσοδο της Ακρόπολης, ήταν το άσυλό τους. Προς τιμήν της Δ. τελούσαν… …   Dictionary of Greek

  • μεταβάλλω — (ΑM μεταβάλλω) [βάλλω] αλλάζω την κατάσταση κάποιου, μετατρέπω (α. «οι συνθήκες τής ζωής μεταβάλλουν τον άνθρωπο» β. «ο καιρός κάθε μέρα μεταβάλλεται» γ. «τὰς φυλὰς (ο Κλεισθένης) μετέβαλε εἰς ἄλλα ὀνόματα», Ηρόδ.) μσν. 1. αναπληρώνω 2. μεταπείθω …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»